- hydatogenous
- Геология: гидатогенный, гидрогенный, отложившийся из воды (о горных породах)
Универсальный англо-русский словарь. Академик.ру. 2011.
Универсальный англо-русский словарь. Академик.ру. 2011.
hydatogenous — hy·da·tog·e·nous … English syllables
hydatogenous — adjective see hydatogenic … Useful english dictionary
υδατογενής — ές, Ν φρ. «υδατογενή πετρώματα» (πετρογρ.) πετρώματα που σχηματίστηκαν μέσα σε συγκεντρώσεις υδάτων με καθίζηση ουσιών που αιωρούνται ή είναι διαλυμένες μέσα σ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatogenous (< ύδωρ, ύδατος + γενής < … Dictionary of Greek